- ζεφύριος
- -α, -ο, (AM ζεφύριος, -ον, Α θηλ. και ζεφυρία και ζεφυρῑτις και ζεφυρηΐς και ζεφυρίη) [ζέφυρος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον άνεμο ζέφυρομσν.-αρχ.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Δύση, ο δυτικόςαρχ.1. (δοτ. πληθ. αρσ. ως ουσ.) τοῑς ζεφυρίοις (ενν. ανέμοις)κατά την περίοδο τών δυτικών ανέμων2. φρ. α) «Ζεφύριος άκρα ή Ζεφύριον» — ονομασία ακρωτηρίου τής Κύπρουβ) «ὠὸν ζεφύριον» — μη γονιμοποιημένο αβγό («ζεφύρια δὲ καλεῑται τά ὑπηνέμια ὑπό τινων», Αριστοτ.)3. το θηλ. ως ουσ. η ζεφυρίη (ενν. πνοή)ο ζέφυρος, ο δυτικός άνεμος.
Dictionary of Greek. 2013.